Ο Δημήτρης Ροντήρης και
η αρχαία ελληνική τραγωδία

Ορισμός

Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (1448b-24 κ.ε) δίνει τον ορισμό της τραγωδίας
«ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.»

Ο φιλόσοφος περιγράφει την τραγωδία ως την μίμηση μιας πράξης «σπουδαίας και τελείας», μιας πράξη δηλαδή που μιμείται πραγματικά γεγονότα, με αξιόλογο περιεχόμενο, και έχει αρχή, μέση και τέλος. Η τραγωδία πρέπει να έχει συγκεκριμένη διάρκεια «μέγεθος εχούσης», ώστε να γίνεται εύκολα κατανοητή και να την θυμάται κανείς με άνεση. Η «μίμησις» αυτής της «πράξεως» πρέπει να γίνεται «ηδυσμένω λόγω», δηλαδή να έχει μέτρο, αρμονία και μέλος, που διασκορπίζονται «εν τοις μορίοις», με τον ίδιο δηλαδή τρόπο σε όλο το έργο και όπου ταιριάζει το καθένα. Ο Αριστοτέλης γράφει ότι η «μίμησις» δεν πρέπει να γίνεται με απαγγελία αλλά με δράση, οι υποκριτές δεν πρέπει να απαγγέλλουν απλώς την ιστορία, αλλά να μιμούνται τους ήρωες που υποδύονται.

Σκοπός της δράσης είναι να προξενήσει στον θεατή «έλεον και φόβον», δηλαδή οίκτο για εκείνον που πάσχει άδικα και φόβο για το τι θα του συμβεί. Ο θεατής ταυτίζεται μέχρι ενός σημείου με τον ήρωα, φοβάται για αυτόν ή νοιώθει οίκτο όταν πάθει κάτι άδικα κι εύχεται να μην συμβεί το ίδιο κακό και σε εκείνον. Μέσω του «ελέου» και του «φόβου» ο θεατής οδηγείται στην «κάθαρσιν», στην ίαση της ψυχής του που έχει ταραχτεί από τα παθήματα του ήρωα, αφού διαπιστώνει είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα είτε την αποκατάσταση της ηθικής τάξης.

Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας (*)

Η αρχαία τραγωδία γεννήθηκε από το διθύραμβο. Ο διθύραμβος όπως όλοι ξέρουμε, ήτανε ένα λυρικό τραγούδι, που το τραγουδούσαν, χορεύοντας κυκλικά με τη συνοδεία μουσικής. Αυτό το λυρικό τραγούδι που αποτελούσε μέρος της λατρείας του Διονύσου εξελίχθηκε σιγά – σιγά και πήρε τη μορφή δράματος.

Κατά τον Αριστοτέλη η τραγωδία γεννήθηκε από τους χορευτές που λαβαίνανε μέρος στο διθύραμβο. Ο εξάρχων ήταν ένας τραγουδιστής που τραγουδούσε τα πάθη και τις περιπέτειες του θεού Διονύσου. Ο χορός αποκρινότανε στον εξάρχοντα και αυτός με τραγούδι. Σιγά – σιγά το θρησκευτικό περιεχόμενο άρχισε να απλώνεται, να παίρνει μεγαλύτερη έκταση. Άρχισε παράλληλα με τη λατρεία του θεού ν’ αναπτύσσεται η τάση για τη χρησιμοποίηση θεμάτων που πηγάζουνε από τους μύθους των ηρώων.

Ο Θέσπις υπήρξε ο πατέρας της αρχαίας αττικής τραγωδίας. Με τον Θέσπη η τραγωδία απέκτησε την συγκεκριμένη μορφή της. Χωρίς ν’ αγνοήσει ή να εξαλείψει το στοιχείο της λατρείας του θεού, ο Θέσπις εισήγαγε στα οράματά του ιστορικό υλικό παρμένο από τους ηρωικούς μύθους και τον πρώτο ηθοποιό. Αυτός διαμόρφωσε και τον χορό. Δεν είναι πια σάτυροι μα πρόσωπα που έχουν σχέση με το θέμα του δράματος. Απ’ αυτή την εποχή η πλοκή πυκνώνεται . Πλουτίζεται. Και ότι πριν ήταν καθαρή ανόθευτη λατρεία του θεού, γίνεται καθαρό ανόθευτο δράμα.

Το αφηγηματικό στοιχείο μεταβάλλεται σε διάλογο. Εισάγεται και ο πρώτος ηθοποιός. Από κείνη τη στιγμή η τραγωδία που αποτελούσε μια μορφή δημόσιας λατρείας άρχισε να είναι μέρος των εορτών του Διονύσου που γινόντουσαν την Άνοιξη. Με την εμφάνιση του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη η τραγωδία παίρνει την τελειωτική της μορφή. Το λυρικό στοιχείο υποχωρεί μπροστά στο δραματικό, τον διάλογο, που παίρνει τώρα την πρώτη την κυρίαρχη θέση. Και ο ο χορός μεταβάλλεται σε ένα υψίστης σπουδαιότητας καλλιτεχνικό παράγοντα της αρχαίας δραματικής ποίησης.

Η αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας (*)

… Είναι πολύ φυσικό, εμείς που γεννηθήκαμε και ζούμε σ’ αυτή τη χώρα, όπου σε κάθε του βήμα συναντά κανείς τα χνάρια ενός ένδοξου παρελθόντος, να νοιώθουμε βαθύτερα από κάθε άλλον την αισθητική υποχρέωση να εργασθούμε με όλες τις δυνάμεις για να ζωντανέψουμε και πάλι την τέχνη εκείνη, που γεννήθηκε στη φιλόξενη τούτη γη και βρήκε εδώ την υψηλότερή της καθιέρωση, την πιο υπέροχή της μορφή: εκείνη της δραματικής ποίησης.

…Δίχως βέβαια να παραβλέπουμε τα ιστορικά δεδομένα που έφτασαν ως εμάς, δεν επιθυμούμε να σταματήσουμε στο γράμμα μονάχα μιας λεπτομερειακής ιστορικής αναπαράστασης, όσο το δυνατό πιστότερης, που θα παρουσίαζε μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας, παιζόμενη για θεατές της εποχής εκείνης και παρακολουθούμενη από σημερινούς ανθρώπους.

Ένα τέτοιο εγχείρημα και στην περίπτωση ακόμα μιας πετυχημένης αναπαράστασης (περίπτωση δηλαδή αρκετά απίθανη), δεν θάχε για μας παρά ένα καθαρά αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Θα επρόκειτο με άλλα λόγια για μια μουσειακή υπόθεση που θα ενδιέφερε μόνο τους ειδικούς. Εκείνο που ενδιαφέρει εμάς είναι η αναβίωση της βαθύτερης έννοιας της τραγωδίας. Της ίδιας της της πεμπτουσίας. Δεδομένου μάλιστα ότι ένα μεγάλο μέρος από τα βοηθητικά της στοιχεία αποτελεί υπόθεση άγνωστη και ξένη για το σημερινό θεατή, δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μας παρά ένας μόνο τρόπος για να μεταδοθεί στο σύγχρονο άνθρωπο το τραγικό ρίγος και το ιερό δέος, που ένοιωθαν οι πρώτοι ακροατές των κλασικών μας αριστουργημάτων: να παραιτηθούμε από την προσπάθεια μιας μουσειακής αναπαράστασης και να επιδιώξουμε ν’ αποσπάσουμε την συγκίνησή μας, τονίζοντας τις αθάνατες ανθρώπινες αλήθειες που κλείνει μέσα του ο αρχαίος «λόγος». Η προσπάθειά μας λοιπόν έμεινε στο ν’ ανακαλύψουμε σύγχρονα μέσα κατάλληλα να μεταδώσουν στο σημερινό θεατή συναισθήματα παρόμοια μ’ εκείνα που δημιουργούνται στην ψυχή των Αρχαίων.

Προσπαθήσαμε διατηρώντας όσα ιστορικά δεδομένα μας ήτανε χρήσιμα να βρούμε στοιχεία απ’ τη σύγχρονη πραγματικότητα που θα μας υπηρετούσαν στην αναβίωση του πνεύματος, της ουσίας της αρχαίας τραγωδίας. Και η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα μας προσφέρει άφθονα τέτοια στοιχεία που αναδεικνύουν κιόλας τη συνέχεια του ελληνικού πνεύματος, το τυπικόν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας μας πρόσφερε στοιχεία ικανά ν’ αποδώσουμε το θρησκευτικό, τελετουργικό χαρακτήρα της αρχαίας τραγωδίας. Τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια, τα μοιρολόγια, οι ελληνικοί χοροί, ήταν οι πηγές από τις οποίες αντλήσαμε στοιχεία. .. Όλα αυτά όμως δεν τα χρησιμοποιήσαμε αυτούσια. Αλλά τα μετουσιώσαμε σύμφωνα προς την ουσία της αρχαίας τραγωδίας.

Ο σκηνοθέτης στο αρχαίο δράμα (*)

Δεν είναι εύκολη δουλειά για τους σκηνοθέτες το ανέβασμα, η ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Ο σκηνοθέτης έχει απόλυτα την ευθύνη για την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτού του έργου από όλους τους συνεργάτες του που συμμετέχουν στη δύσκολη αυτή προσπάθεια και έχουν την ευθύνη για την καλύτερη απόδοση στον τομέα της δραστηριότητάς του ο καθένας. Πρέπει να συνεργάζεται μαζί τους στενά (με κατανόηση) και θετικά για την πιο άρτια συμβολή τους στον τρόπο ερμηνείας που έχει συλλάβει.

Αυτό κάνω εγώ προσωπικά και η μακρόχρονη εμπειρία μου το επιβεβαίωσε και μάλιστα όσον αφορά το δυσκολότερο πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα του χορού.

Αφού καθορίσω και γράψω τους ρυθμούς που αποδίδουν όπως πρέπει τα διάφορα συναισθήματα του λυρικού αυτού στοιχείου και δώσω με κάθε λεπτομέρεια τις απαραίτητες οδηγίες στον μουσικό και τον χορογράφο, πρέπει να βρίσκομαι όσο μπορώ σε διαρκή συνεργασία με τους δύο και προπάντων με το χορογράφο, απ’ την αρχή ως το τέλος των δοκιμών, αφού βέβαια έχω δώσει από πριν τις απαραίτητες οδηγίες με κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την πάροδο, τις στάσεις, τις θέσεις, τους ελιγμούς στο χώρο, τις κινήσεις (σχήματα και χειρονομίες) και τις κάθε είδους αντιδράσεις του Χορού στα επεισόδια στα μουσικά και ορχηστρικά εμβόλιμα και τις συναισθηματικές του καταστάσεις που κυριαρχούν στα στάσιμα. Έτσι μονάχα μπορεί κανείς να επιτύχει ένα πραγματικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με εντατική και μακρόχρονη εργασία από όλους τους παράγοντες της παράστασης.

Η σκηνοθεσία της αρχαίας τραγωδίας περιλαμβάνει:
1. Διδασκαλία των ηθοποιών, ήτοι του τρόπου απαγγελίας του κάθε ρόλου.
2. Την κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή (είσοδος, έξοδος, στάσεις)
3. Λύση του προβλήματος του Χορού, και αναλόγως προς την ακολουθούμενη από τον σκηνοθέτη θεωρία, διδασκαλία απαγγελίας, κίνησης του χορού στη σκηνή, κατά τρόπο προσαρμοσμένο στις μεταπτώσεις του δραματικού στοιχείου του έργου συμπεριλαμβανομένης και της επιλογής ή σύντμησης χορικών του κειμένου.
4. Την χορογραφία του Χορού. Την λεπτομερή κατ’ έμπνευση του σκηνοθέτη καταγραφή των ομαδικών και των επί μέρους κινήσεων
5. Διδασκαλία και προσαρμογή της μουσικής στις κινήσεις και την απαγγελία του Χορού.
6. Υπόδειξη σκηνογραφικής διαρρύθμισης της σκηνής
.

Ο Χορός (*)

Είναι γνωστό ιστορικά, πως ο Χορός από την εποχή της γένεσης της τραγωδίας ορχούνταν και τραγουδούσε. Αποτελούσε το λυρικό σκέλος του λόγου, ενώ οι πρωταγωνιστές γενικά χειρίζονταν το διαλογικό. Προσπαθήσαμε, κρατώντας φυσικά τις δέουσες αναλογίες, να βρούμε μια συγγενή λύση. Ο Χορός μας απαγγέλλει ομαδικά, ρυθμικά και μονοφωνικά, ακολουθούμενος συνήθως από μια μουσική που χρησιμεύει μονάχα για να τονίζει το ρυθμό, δίχως ποτέ να αποχτά δική της υπόσταση και αυτοτέλεια… Το λυρικό λοιπόν στοιχείο της Αρχαίας Τραγωδίας που εθεωρείτο το αδύναμο σημείο της , εκείνο που σταματάει τη δράση, ένα πρόχειρο βοηθητικό μέσο για τα διαλείμματα μεταξύ των εκάστοτε εμφανίσεων των ηθοποιών, πήρε την αξία του, έγινε στοιχείο πραγματικής καλλιτεχνικής συγκινήσεως.

Η μουσική, ο ρυθμός και η όρχηση (*)

Οι ρυθμοί αυτοί όμως διαφοροποιούνται και εναλλάσσονται ακολουθώντας μια εσωτερική ανάγκη, προκύπτουν από τα συναισθήματα που πρόκειται να εκφραστούν. Νομίζουμε περιττό να προσθέσουμε πως το ίδιο συμβαίνει και με τις κινήσεις του Χορού, που ακολουθούν ανάλογο μηχανισμό για να εκφράσουν τις παραπάνω έννοιες. Η ρυθμική αυτή μονοφωνία του Χορού, στα μέρη εκείνα όπου το λυρικό περιεχόμενο του κειμένου αυξάνει σ’ έξαρση, φτάνει λόγω των συχνών εναλλαγών και διαφοροποιήσεων , να πλησιάζει τα όρια του άσματος. Σε παρόμοιες στιγμές και οι κινήσεις του προσεγγίζουν την όρχηση. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι όλα αυτά τα παραπάνω προβάλλουν από την αναπότρεπτη πίεση της εσωτερικής έντασης του «Λόγου».

… Θα σας δώσω ένα παράδειγμα μελωδίας από τον Ιππόλυτο που προέρχεται από μια προσωπική μου εμπειρία: ήμουν περίπου 10 ετών όταν επισκέφθηκα τον τόπο καταγωγής του πατέρα μου. Ένα μεσημέρι άκουσα μερικές κοπέλες να τραγουδούν, στην πηγή όπου έπλεναν τα ρούχα τους, ένα τραγούδι που δεν μπορούσα να καταλάβω μα που ήταν θαυμάσιο.

(*) Αποσπάσματα από τις σημειώσεις του σκηνοθέτη.

Οι Παραστάσεις του Δημήτρη Ροντήρη